Η Κορυφωση του Παθους και η Σιωπη του Ταφου
Εισαγωγη:
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο κατανυκτική μέρα της χριστιανικής πίστης. Το πρωί, στον Εσπερινό της Αποκαθήλωσης, ο Χριστός κατεβαίνει από τον Σταυρό, ενώ το βράδυ, οι Επιτάφιοι περιφέρονται στους δρόμους, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με θρήνο και δέος. Είναι η μέρα που ο Υιός του Θεού κείτεται νεκρός, μα η ελπίδα της Ανάστασης αρχίζει να ψιθυρίζεται στην ψυχή.
Η Μεγάλη Παρασκευή ξεκινά με τον Εσπερινό της Αποκαθήλωσης, όπου ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος κατεβάζουν το άγιο σώμα του Χριστού από τον Σταυρό. «Καὶ καθελὼν τὸ σῶμα, ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ», λέει το Ευαγγέλιο, και η πράξη αυτή είναι γεμάτη τρυφερότητα και πόνο. Ο Θεός, που κράτησε τον κόσμο στα χέρια Του, κείτεται τώρα στα χέρια των ανθρώπων, νεκρός, σιωπηλός. Το τροπάριο «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος» ψάλλεται, και η ψυχή συγκλονίζεται: ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη όχι ως ηττημένος, αλλά ως νικητής, για να συντρίψει τις πύλες του θανάτου.

Το βράδυ, ο Επιτάφιος Θρήνος γεμίζει τις εκκλησίες με δάκρυα και ύμνους. Οι Επιτάφιοι, στολισμένοι με λουλούδια, περιφέρονται στους δρόμους, και οι πιστοί ακολουθούν σιωπηλοί, κρατώντας κεριά. Το «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι» ψάλλεται, ένας ύμνος που αναδεικνύει τη μητρική οδύνη της Παναγίας: «Ὦ Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, πῶς ὑπομένω τὸ πάθος σου;». Ο θρήνος της Μητέρας γίνεται ο θρήνος κάθε ψυχής που βλέπει τον Σωτήρα στον τάφο. Μα μέσα στη σιωπή του Επιταφίου, κρύβεται το μυστήριο της νίκης. Ο Χριστός δεν μένει στον τάφο – κατεβαίνει στον Άδη για να αναστήσει τον Αδάμ και την Εύα, για να ελευθερώσει την ανθρωπότητα από τα δεσμά της φθοράς. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μέρα της απόλυτης συντριβής: ο Υιός του Ανθρώπου πεθαίνει, και ο κόσμος σκοτεινιάζει. Όμως, ο θάνατός Του δεν είναι τέλος, αλλά αρχή. Ο Σταυρός γίνεται το όπλο που συντρίβει τον διάβολο, και ο τάφος το λίκνο της αιώνιας ζωής. Η ψυχή γονατίζει μπροστά στον Επιτάφιο, μα αναθαρρεί: ο Χριστός κοιμάται για να ξυπνήσει τον κόσμο. Είναι η μέρα που ο θάνατος πεθαίνει, και η ελπίδα γεννιέται από το σκοτάδι.
Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν τάφῳ σε κηδεύει.
Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεῦρο πᾶσα κτίσις, ὕμνους ἐξοδίους προσοίσωμεν τῷ Κτίστῃ.
Ὡς νεκρόν τόν ζῶντα, σύν μοιροφόροις πάντες μυρίσωμεν ἐμφρόνως.
Ἰωσήφ τρισμάκαρ, κήδευσον τό σῶμα, Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου.
Οὕς ἔθρεψε τό μάννα, ἐκίνησαν τήν πτέρναν, κατά τοῦ Εὐεργέτου.
Οὕς ἔθρεψε τό μάννα, φέρουσι τῷ Σωτῆρι, χολήν ἅμα καί ὄξος.
Ἰωσήφ κηδεύει, σύν τῷ Νικοδήμῳ νεκροπρεπῶς τόν Κτίστην.
Ζωοδότα Σῶτερ, δόξα σου τῷ κράτει, τόν ᾍδην καθελόντι.
Ὕπτιον ὁρῶσα, ἡ πάναγνός σε Λόγε, μητροπρεπῶς ἐθρήνει.
Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τό κάλλος;
Θάνατον θανάτῳ, σύ θανατοῖς, Θεέ μου, θείᾳ σου δυναστείᾳ.
Ἡ δάμαλις τόν μόσχον, ἐν ξύλῳ κραμασθέντα, ἠλάλαζεν ὁρῶσα.
Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;
Αἱ μυροφόροι Σῶτερ, τῷ τάφῳ προσελθοῦσαι, προσέφερόν σοι μύρα.
Ἀνάστηθι Οἰκτίρμον, ἡμᾶς ἐκ τῶν βαράθρων, ἐξανιστῶν τοῦ ᾍδου.
Ἀνάστα Ζωοδότα, ἡ σέ τεκοῦσα μήτηρ δακρυρροοῦσα λέγει.
Κλαίει καί θρηνεῖ σε, ἡ πάναγνός σου μήτηρ, Σωτήρ μου νεκρωθέντα.
Ἔρραναν τόν τάφον, αἱ μυροφόροι μύρα λίαν πρωΐ ἐλθοῦσαι. (τρίς)
Εἰρήνην Ἐκκλησία, λαῷ σου σωτηρίαν, δώρησαι σῇ Ἐγέρσει.